Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΕΝΑΣ ΑΘΕΑΤΟΣ ΣΦΥΓΜΟΣ ΓΟΡΓΟΣ ΚΑΙ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΣΑ ΖΑΡΚΑΔΙ (που κατεβαίνει αιώνια στην πηγή)

 Μπαίνοντας στα μοναχικά σου βράδια στις μοναχικές σου νύχτες

όπως κάποτε έμπαινα στα δάση

και τα βραδινά πουλιά σκιρτώντας και τα ξαφνικά δελφίνια φτερουγίζοντας στο βυθό των δένδρων,

ψηλαφώ άγνωστα τοπία, αβάφτιστα σώματα μικρά έμβια φωνής.

Προσανατολισμένη σ’ ένα φωτεινό σημείο να διαβάζεις το μεγάλο βιβλίο της θάλασσας

καθώς περνά στα χαλίκια εκείνος που ήμουν

αυτός ένας άγνωστος πριν μου κόψουν τα φτερά

και πριν απομείνω ο μισός στο βυθό του Λιβυκού,

αντίκρυ στις καλαμιές μιας νιότης που φυσούσε ένας άλλος αγέρας·

στα μικρά καφενεία με τα κύματα μιας θλίψης

στ’ ανοιχτά παράθυρα και τα φεγγάρια·

να βαδίζεις μόνη στο γιαλό και ν’ αντικαθρεφτίζεσαι στα όνειρα·

να σε χάνω στα βράχια και να σε ξαναβρίσκω αναδυόμενη σ’ όλα τα οράματα.

 

Βαθιά μέσα στο καθετί πολλαπλασιασμένη, μια γεωγραφία της ομορφιάς·

να μ’ αφήνεις και να με πλησιάζεις ως τα φωτεινότερα ρείκια.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978 – εδώ επιλογές από το συγκεντρωτικό τόμο ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ εκδόσεις Καλέντης 2014 ]

 


ΗΜΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙΣ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978)

(Γ)

Η πηγή που ηχούσε μέσα μας έχει στερέψει· και μέσα

στα πηχτά στρώματα του αγέρα σέρνονται

τα χλωρά μας βράδια.

Την ώρα που νυχτώνει και το στόμα σου

πώς έμεινε μια ακατοίκητη φωλιά

με πηλό και χόρτα.

Θυμήσου που περνούσαμε τα χρόνια

και τα λόγια μας άφηναν το άρωμα μιας τρικυμίας

και τα χείλια μας ήταν οι άλλοι παφλασμοί

στα χαλίκια. Ήσουν εκεί ένα φέγγος

στο θαλασσινό πλευρό μου να γυαλίζουν βαθιά όλα τα λόγια.

Ήμουν η θάλασσα για να σε καρτερώ όταν

λείπεις για να έρχεσαι η μισή στη σκέψη

κι η μισή λουσμένη στην αίσθηση. Ήσουν εκεί

θησαυρισμένη τον καρπό που φτάνει από το αύριο

των ανθρώπων στο νησί που δεν μπορούσε

να βραδιάσει με το αμυδρό φως

ενός ενδεχομένου.

 

Ένα κρυμμένο φιλιατρό της άνοιξης

το στόμα σου.

Ένα πηγάδι με νερό η φωνή σου

ν’ ανεβαίνουμε τα λόγια μες στο μεσημέρι

για να σε γνωρίσω φωτεινή,

γήινη παρουσία.

 

(Δ)

Υπαρκτή κι αόριστη, σε κοίταζα στα μάτια

πάνω απ’ τα εκστατικά νερά

του απλησίαστου χώρου.

Μόνη φτερούγα γυρεύοντας την άλλη

φευγαλέο πουλί στο κατάρτι των ποιημάτων μου.

 

Υπαρκτή κι αόριστη· καθετί μέσα σου

είναι γεννημένο για να περνά από τον

εαυτό σου στα θαύματα·

ν’ ανασαίνεις πάντα μες τις απουσίες

σαν αγρίμι σε μονιά

για να ψάχνω στους αιώνες τα ίχνη σου.

 

(Ε)

Άλλαξαν χρώματα οι μορφές σου μες στο φως της σκέψης μου.

Που βάδιζες μονάχη μια μεγάλη μέδουσα στη νύχτα

των νερών.

Που με πονούσε σαν ωδίνη και με μεταμόρφωνε,

για να είμαι πάντα μαζί σου ο καιρός

της φωτιάς σε σάπια ξύλα, η πληγή

της ομορφιάς σου, μια

 

πολλαπλασιασμένη πράξη

γέννησης .

 

(Ζ)

Πρωτάκουστη φωνή ζωγραφίζοντας την ακοή μου.

Πρωτοϊδωμένη σχηματίζοντας τα μάτια μου.

Γλύπτρια που με πελεκάς στο φως και με συνεχίζεις

στα όνειρα, δροσερή κοίτη

φωτιάς.

Μέσα σου σπαρταρά ένα πουλί πριν απ’ τη γλώσσα

και τη συμφορά της.

Μια πείνα βαθιά πριν απ’ το στόμα, η στιγμή

που με ξανακοιτάζει ακέραιο

να περνώ.

Με το νόημά σου μεταμορφωμένο ανατέλλοντας

μέσα στις λέξεις. Και οι λέξεις ανατέλλουν τότε

σαν μωρά και πνέουν με τα αίματα

και τα λουλούδια.

Πνοή που μας ξαναγεννάς.

Πνοή που μας γυρίζεις

στο πιο πράσινο

των πρωτόπλαστων.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978]

 

 

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΤΕΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978)

(Θ)

Τετάρτη βράδυ, δεν είναι λοιπόν η χαρά πως θα

σε συναντήσω, όσο η φεγγοβολή που αφήνει πάνω

στα έρημα σπίτια εκείνο που κρατάς στο άσπρο

σου χέρι και δεν μπορώ να το δω, γιατί τα μάτια μου

έχουν κιόλας φύγει για να μπορούν να

σε κοιτούν τις μικρές ώρες που κρύβεσαι, που

σχεδόν φεύγεις απ’ τον κόσμο, για να έρχεσαι πάντα

μια άλλη που πρέπει πάλι να εξιχνιάσουμε σαν ένα

τέλειο μαρτύριο από την αρχή.

 

Σε μια κλειστή κάτασπρη κάμαρα στα βάθη του ωκεανού,

μ’ έναν παλιό ασημένιο καθρέφτη στον ακίνητο τοίχο

όπου επιτέλους μπορούμε να δούμε

κατά πού αντηχούν τα βήματά μας,

οι δρόμοι εκείνοι που μας προσπερνούν.

Κατά πού γέρνουν οι μορφές όλων εκείνων

των ανθρώπων

που έχουμε και δεν έχουμε υπάρξει.

 

(Λ)

Κοίταξα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα στην ξαφνική

λάμψη της αστραπής τον άλλο χώρο.

 

Ότι ήταν άρωμα πριν γίνει σκόνη· ότι ήταν ύπνος

κόκκινο φωνής· ότι ήταν στήθος στ’ ακρογιάλι.

Ανοιχτό για να μπαίνει μέσα ο ουρανός

βάφοντας τα λόγια μας γαλάζια.

 

Όταν ήμουν τ’ αηδόνι για να είσαι ρεματιά.

Όταν ήμουν το πέλαγο των ματιών

για να είσαι η αναδυόμενη.

 

(Ω)

Μέσα μου τώρα ένα ποτάμι κατεβάζοντας πετρώματα

και ρίζες του βουνού, φωνές

από παλιά τραγούδια ένα δεύτερο κορμί

που με γυρεύει φωτεινό σαν άστρο

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη «Λιβιδώ»]

Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτο Ιεράπετρας τον Σεπτέμβριο του 1943. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα γύρω στα 1970 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έχει γράψει 13+ ποιητικές συλλογές, κριτικά κείμενα και άρθρα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει συνεργαστεί σε ανθολογίες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια. Το 1999 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου». Ποιήματα από τη συλλογή του "Λιβιδώ" έχουν μελοποιηθεί από το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ